καταθέσεως

καταθέσεως
καταθέσεω̆ς , κατάθεσις
layering
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • обличениѥ — ОБЛИЧЕНИ|Ѥ (89), ˫А с. 1.Вид, образ: первочадна˫а расыпае(т)сѧ тма. и на свѣ(т) все и на чи(н) и на обличе(н)е приходи(т). (εἷδος) ГБ XIV, 63б; ˫авѣ же е(с). ˫ако в шести денъ б҃ъ вещь съставивъ и образи(в) и ѹкраси(в). всѣми обличеньи и смѣшеньи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • τρεχούμενος — και τρεχάμενος, η, ο, Ν 1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό») 2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» ο ανοιχτός λογαριασμός β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”